A sweep up, Phryn.Com.2D.
[Seite 191] = ἀνακορέω, Phryn. B. A. 14.
ἀνακαλλύνω: ἐκ νέου καλλύνω, «ἀνακαλλύνειν: τὸ σαίρειν, ὃ καὶ ἀνακορεῖν· ἐξ οὗ καὶ κάλλυντρον καὶ κόρημα τὸ σάρον» Α. Β. 14.