σάρον
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (σαίρω (B))
A broom, besom, IG42(1).122.48 (Epid., iv B.C.), Pythagorei ap.Plu.2.727c, AP11.207 (Lucill.).
II sweepings, refuse, rubbish, τὸ σ. ἄνελε Sophr.160, cf. Thphr.Metaph.15 (prob. cj.); of sea-weed, Call.Del.225: Com., of an old woman, παλαιὸν οἰκίας σάρον Ion Trag.9.—The Atticists (Phryn.63) rejected the word, but cf. Poll.6.94, 10.29.
III σ. σιδαροῦν dub. in Supp.Epigr.6.171 (Acmonia).
German (Pape)
[Seite 864] τό, = σάρος, Hesych., vgl. Poll. 10, 29 (nicht σαρόν, Lob. zu Phryn. p. 831.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
balayure, ordure ; iron. raclure en parl. d'une vieille femme.
Étymologie: σάρος.
Greek (Liddell-Scott)
σάρον: [ᾰ], τὸ (σαίρω ΙΙ). σάρωθρον, «φουρκάλι», σκοῦπα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 727C, Ἀνθ. Π. 11. 207. ΙΙ. σαρώματα, ἀκαθαρσία, σκουπίδια, Λατ. guisquiliae, οἷα τὰ τῆς θαλάσσης φύκη, Καλλ. εἰς Δῆλ. 225· - κωμικῶς ἐπὶ γραίας γυναικός, παλαιὸν οἰκίας σάρον Ἴων παρ’ Ἡσύχ. - Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν ταύτην, ἀλλ’ ἴδε Πολυδ. Ϛ΄, 94, Ι΄, 29, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.
Greek Monolingual
τὸ, Α σαίρω (ΙΙ)]
1. σκούπα, σάρωθρο
2. σκουπίδι
3. φύκος της θάλασσας («πόντοιο κακὸν σάρον», Καλλ.)
4. μτφ. (με κωμ. σημ.) γριά γυναίκα («παλαιὸν οἰ κίας σάρον», Ίων Χ.).
Greek Monotonic
σάρον: [ᾰ], τό, (σαίρω II), σάρωθρο, σκούπα, σε Ανθ.