καλλύνω
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
(καλός)
A beautify, νέα πρόσωπα S.Fr.871.6:—Pass., Plot.6.1.20; λίθῳ Λακαίνῃ Them.Or.18.223a.
2 metaph., gloss over, ὅταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ S.Ant.496; εὐδιάβολον κακὸν κ. Pl. Lg.944b.
3 Med., καλλύνομαι = pride oneself in a thing, Id.Ap.20c; ἐπί τινι Ael.VH3.19.
II sweep clean, Arist.Pr.936b27, UPZ79.17 (ii B.C.); ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται [ἡ πλατεῖα] Plb.6.33.4.
German (Pape)
[Seite 1312] schön machen, schmücken; vom Monde Soph. frg. 713 πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη; reinigen, ausfegen, Poll. 6, 94; Arist. probl. 24, 8, wie pass., Pol. 6, 33, 4. – Übertr., beschönigen, ὅταν ἐν κακοῖσί τις ὰλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Soph. Ant. 492; εὐδιάβολον κακόν Plat. Legg. XII, 944 b. – Med. schön thun, sich zieren, prunken, neben ἁβρύνομαι Plat. Apol. 20 c; ἐπί τινι Ael. V. H. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
1 parer d'un beau prétexte ou parer d'un beau nom;
2 orner, parer, embellir;
Moy. καλλύνομαι = se glorifier : ἐπί τινι, de qch.
Étymologie: κάλλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλύνω [κάλλος] aor. ἐκάλλυνα; fut. καλλυνῶ act. verfraaien:; πρόσωπα καλλύνουσα haar gezicht opmakend Plut. Demetr. 45.3; overdr. goedpraten:. ὅταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ wanneer iemand die in kwaad verstrikt is geraakt dat vervolgens wil goedpraten Soph. Ant. 496. med. trots zijn, verguld zijn:. ἐκαλλυνόμην τε καὶ ἡβρυνόμην ἄν ik zou trots zijn en ermee pronken Plat. Ap. 20c.
Russian (Dvoretsky)
καλλύνω: (ῡ)
1 украшать: πρόσωπα κ. Soph. ap. Plut. хорошеть лицом; οἱ ἐν τῷ ἀργυροκοπείῳ καλλύνοντες Arst. серебряных дел мастера;
2 чистить, мести (ῥαίνειν καὶ κ. Polyb.);
3 очищать, облагораживать (νέων ψυχάς Plut.);
4 приукрашивать (τὸν κακόν Plat.);
5 med. хвалиться, гордиться: ἐγὼ καὶ αὐτὸς ἐκαλλυνόμην ἄν, εἰ ἠπιστάμην ταῦτα Plat. я бы и сам хвалился, если бы зная толк в этом.
Greek Monolingual
(AM καλλύνω)
καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.)
αρχ.
1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.)
2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν καλλύνων», Πλάτ.)
3. μέσ. καλλύνομαι
υπερηφανεύομαι, καμαρώνω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος.
ΠΑΡ. καλλυντήριος, καλλυντής
αρχ.
κάλλυνθρον, κάλλυντρον, κάλλυσμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανακαλλύνω, εκκαλύνω, επικαλλύνω, κατακαλλύνω, παρακαλλύνω, συγκαλλύνω.
Greek Monotonic
καλλύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, (καλός).
1. εξωραΐζω· μεταφ., γυαλίζω, λουστράρω, σε Σοφ.
2. Μέσ., καμαρώνω, καυχιέμαι για κάτι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλύνω: ῡ, (καλὸς) ἐξωραΐζω, Σοφ. Ἀποσπ. 713. 6, κτλ.: - καθαρίζω καλῶς, σαρώνω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται ἡ πλατεῖα Πολύβ. 6. 33, 4· μεταφ., νέων ψυχὰς καλλύνειν (κακκονεῖν ἔκδ. Δινδορφ.) Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 959Β· ἀλλ’ ἐν βίῳ Κλεομ. 2, ὑπάρχει τὸ αἰκάλλειν καὶ ἐν 2. 235F κακανεῖν, «ὅ τις παρῄνει τρέπειν εἰς τὸ κακκονεῖν (τουτέστι κατακονεῖν ἢ κατακονᾶν)» Κοραῆς εἰς Πλουτ. Κλεομ. ἔνθ’ ἀνωτ. (τ. 5. σ. 356). 2) μεταφ. ὡσαύτως, προσπαθῶ νὰ δώσω καλὴν ὄψιν εἰς κακὸν πρᾶγμα, ὅταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Σοφ. Ἀντ. 496, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944Β. 3) Μέσ., καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι ἔν τινι, ἑπομένου εἰ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 20C· ἐπί τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· πρβλ. καλλωπίζω ΙΙ. 2.
Middle Liddell
καλλύ¯νω, καλός
1. to beautify: metaph. to gloss over, Soph.
2. Mid. to pride oneself in a thing, Plat.
Mantoulidis Etymological
(=ἐξωραΐζω). Ἀπό τό κάλλος τοῦ καλός.
Παράγωγα: κάλλυσμα (=σάρωμα), καλλυντής, καλλυντήριος, κάλλυντρον.
Translations
beautify
Arabic: جَمَّلَ; Armenian: զարդարել; Bulgarian: разкрасявам, разхубавявам; Chinese Mandarin: 美化; Czech: krášlit; Esperanto: beligi; Finnish: kaunistaa; French: embellir; German: verschönern, ausschmücken; Greek: ομορφαίνω, καλλωπίζω, εξωραΐζω; Ancient Greek: ἐγκαλλωπίζω, ἐκκαλλύνω, ἐναγλαΐζω, ἐξωραΐζω, ἐπικαλλύνω, καθωραΐζω, καλλύνω, καλλωπίζω, καταφαιδρύνω, κομμόω, κομμῶ, κοσμέω, φιλοκαλέω, ὡραΐζω; Hebrew: ייפה, קישט; Hungarian: szépít; Icelandic: fegra; Ido: beligar; Irish: áilligh, breáthaigh, maisigh, barr maise a chur ar; Italian: abbellire; Japanese: 美しくする, 美化する; Latin: decoro, extollo, orno, venusto; Maltese: jsebbħu, sebbah; Maori: whakapaipai, whakarāwai, whakapīwari, whakaātaahua; Nheengatu: mupuranga, mpuranga; Norwegian: forskjønne; Persian: زیبیدن, برازیدن, زیبادن; Polish: upiększać, upiększyć; Portuguese: embelezar; Romanian: înfrumuseța; Russian: украшать; Serbo-Croatian Cyrillic: улѐпшати, уљѐпшати; Roman: ulèpšati, uljèpšati; Spanish: embellecer; Turkish: güzelleştirmek; Volapük: jönön, jönükön; Yiddish: באַשײַנען