Adv.
A twice, Ar.Fr. 769.
[Seite 671] zweimal, Ar. bei B. A. p. 942.
δυάκις: ἐπίρρ. = δὶς (πρβλ. τρίς, τριάκις), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 607. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 45.