δυάκις
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
Adv. twice, Ar.Fr. 769.
Spanish (DGE)
adv. por dos veces δ. καὶ τριάκις Ar.Fr.810, cf. A.D.Adu.146.20, Hdn.Gr.1.506, 2.182.
German (Pape)
[Seite 671] zweimal, Ar. bei B. A. p. 942.
Russian (Dvoretsky)
δυάκις: adv. num. двукратно, дважды Arph.
Greek (Liddell-Scott)
δυάκις: ἐπίρρ. = δὶς (πρβλ. τρίς, τριάκις), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 607. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 45.
Greek Monolingual
δυάκις επίρρ. (Α)
δύο φορές.