Adv., (ἀνίστημι)
A standing up, Il.9.671, 23.469.
[Seite 208] aufrechtstehend, Il. 9, 671. 28, 489.
ἀναστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀνίστημι)· δειδέχατ’ ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν, ἀνιστάμενος, ὄρθιος, Ἰλ. Ι. 671, Ψ. 469.