ἀνασταδόν

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστᾰδόν Medium diacritics: ἀνασταδόν Low diacritics: ανασταδόν Capitals: ΑΝΑΣΤΑΔΟΝ
Transliteration A: anastadón Transliteration B: anastadon Transliteration C: anastadon Beta Code: a)nastado/n

English (LSJ)

Adv., (ἀνίστημι) standing up, Il.9.671, 23.469.

Spanish (DGE)

(ἀναστᾰδόν)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. en pie, de pie δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀ. Il.9.671, cf. 23.469.

German (Pape)

[Seite 208] aufrechtstehend, Il. 9, 671. 28, 489.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se levant.
Étymologie: ἀνίστημι, -δον.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστᾰδόν: adv. поднимаясь или поднявшись, вставая или стоя Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀνίστημι)· δειδέχατ’ ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν, ἀνιστάμενος, ὄρθιος, Ἰλ. Ι. 671, Ψ. 469.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): adv., standing up. (Il.)

Greek Monolingual

ἀνασταδὸν (Α) ανίστημι
το να στέκεται κανείς όρθια, όρθιος.

Greek Monotonic

ἀναστᾰδόν: επίρρ. (ἀνίστημι), σε όρθια θέση, κατακόρυφα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀνίστημι
standing up, upright, Il.