κάλλιπε
English (LSJ)
Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν,
A v. καταλείπω.
German (Pape)
[Seite 1310] d. i κατέλιπε.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.
Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν,
A v. καταλείπω.
[Seite 1310] d. i κατέλιπε.
κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.