ῥυώδης
English (LSJ)
ες, (ῥέω)
A running, flowing; of persons, ῥ. τὰ οὖρα incontinent of urine, Hp.Art.48; σπέρμα πολὺ καὶ ῥ. flowing freely, Pl.Ti. 86c, cf. d; of fevers, continuous or frequent, Gal.19.552 (nisi ῥοώδης legend.).
German (Pape)
[Seite 854] ες, von flüssiger, fließender, zerfließender Art, flüssig, fließend, zufließend, häufig, abundans, τὸ σπέρμα πολὺ καὶ ῥυῶδες, Plat. Tim. 86 cd.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ῥέων, ἐπὶ προσώπων, ῥυώδεες τὰ οὖρα, οἱ μὴ δυνάμενοι νὰ κρατήσωσι τὰ οὖρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· σπέρμα πολὺ καὶ ῥ., ἐλευθέρως ῥέον, Πλάτ. Τίμ. 86C, D· ἐπὶ πυρετῶν, συνεχὴς καὶ συχνός, Γαλην. τ. 19, σ. 552, 17.