ῥέον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A = ῥῆον, rhubarb, Aët.1.347, Alex.Trall.5.5,9.2,12, Paul.Aeg.7.11.59.ῥέον
ῥέον, οντος, τό, (ῥέω) = ῥυτόν (ῥυτός ΙΙ), Astyd.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέον: τό, (ῥέω) = ῥυτόν (ῥυτὸς ΙΙ.), Ἀστυδάμας παρ’ Ἀθην. 496Ε.
Greek Monolingual
(I)
-οντος, τὸ, Α
είδος ποτηριού, το ῥυτόν («ῥέοντα δώδεχ' ὧν τὰ μὲν δέκ' ἀργυρᾱ ἦν», Αστυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του ῥυτόν < ρ. ῥέω].
(II)
τὸ, ΜΑ
βλ. ρήο.