ες,
A like a firebrand, bright-burning, φλόξ E.Ba.146 (lyr.).
[Seite 825] ες, einem Feuerbrande ähnlich, φλόξ, Eur. Bacch. 146.
πυρσώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πυρσόν, ὁ λαμπρῶς καίων, λαμπρός, φλὸξ Εὐρ. Βάκχ. 146.