ές,
A fiery bright, Orph.H.19.1.
[Seite 825] ές, feuerglänzend, Orph. H. 19, 1.
πυρσαυγής: -ές, πυραυγής, λάμπων ὡς τὸ πῦρ, λαμπρός, Ὀρφ. Ὕμν. 18. 1.