ές,
A all-unharmed, Hsch.
[Seite 457] ές, ganz unversehrt, Hesych.
πᾰνασκηθής: -ές, ὁ κατὰ πάντα ἀσκηθής, οὐδεμίαν βλάβην παθών, Ἡσύχ.