ἀσκηθής
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ἀσκηθές, unhurt, unscathed, in Hom. of persons, ἂψ εἰς ἡμέας ἔλθοι ἀ. Il.10.212; ἀ. ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν Od.9.79, cf. Epich.99.10, Call.Aet.3.1.69; ἀσκηθέες (trisyll.) καὶ ἄνουσοι Od.14.255 (v.l. ἀσκεθέες); sound, healthy, IG4.952.109 (Epid.); ἀ. τινὰ πέμπειν Sol. 19.4; unblemished, IG5(2).3.5 (Tegea, iv B. C.); = ἀπαθής, θεός Timo 60, etc.; later of things, ἀ. νόστος safe return, A.R.2.690; ἀ. μέλι pure, virgin honey, Antim.16.2. (Perh. from ἀ- priv., and the root of scathe, Germ. schaden 'hurt'.)
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [nom. plu. ἀσκηθέες Od.14.255]
I 1sano y salvo, incólume ἂψ εἰς ἡμέας ἔλθοι ἀ. Il.10.212, cf. 16.247, Od.9.79, 11.535, ἀσκηθέες καὶ ἄνουσοι ἥμεθα Od.14.255, cf. Man.6.547, ἀσκηθῆ πέμποι Κύπρις Sol.7.4, cf. Epich.50.10, Call.Fr.75.69, A.R.2.176, Opp.H.5.623, Orph.A.674, AP 7.498 (Antip.), κῆρυξ Nonn.D.21.300, ἀ. ἐν νευσὶ καὶ ἀστυφέλικτος ἐπ' αἴῃ IMEG 10.3 (II/I a.C.)
•por enálage νόστος ἀ. regreso a salvo A.R.2.690.
2 curado, sano ἁμέρας δὲ γενομένας ἀσκηθὴς ἐξῆλθε IG 42.122.109 (Epidauro III a.C.), ἀ. ἐθέλεις πάλιν ἔμμεναι; Nonn.Par.Eu.Io.5.7, cf. Synes.Hymn.3.35.
3 puro, sin mácula κελέβειον Antim.23, μέλι Antim.20, ὁ ἱεροθύτας IG 5(2).3.5 (Tegea IV a.C.), πέπλοι Man.6.435.
II que no puede experimentar daño, impasible θεός Timo SHell.834.
• Etimología: Quizá de *σκῆθος c. ἀ- priv. y rel. gót. skaþis, irl. scathaim.
German (Pape)
[Seite 371] ές, unversehrt, wohlbehalten; Hom. Iliad. 10, 212. 16, 247 Od. 5, 26. 144. 168. 9, 79. 11, 535. 14, 255. An der letzten Stelle ἀσκηθέες dreisylbig zu lesen, v.l. ἀσκεθέες. Solon. frg. 23 bei Plut. Sol. 26; μέλι, reiner Honig, Antimach. 11; νόστος Ap. Rh. 2, 960.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non endommagé, sain et sauf.
Étymologie: DELG ? : ἀ priv. + ?
Russian (Dvoretsky)
ἀσκηθής: невредимый (ἀ. ἱκόμην Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκηθής: -ές, μὴ ὑποστὰς βλάβην τινά, σῶος, ἄψ εἰς ἡμέας ἔλθοι ἀσκηθὴς Ἰλ. Κ. 212· καὶ νύ κεν ἀσκηθὴς ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν Ὀδ. Ι. 79, κτλ.: μεταγ. ἐπὶ πράγμ., ἀσκ. νόστος, ἀσφαλὴς ἐπάνοδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 690· ἀσκηθὲς μέλι, ἄδολον, ἁγνὸν μέλι, Ἀντίμαχ. παρ’ Ἀθην. 468Α: τὸ ἐν Ὀδ. Ξ. 255 ἀσκηθέες (κατὰ Οὐόλφ. καὶ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀσκεθέες τῶν χειρογρ.) πρέπει νὰ ἀναγινώσκηται ὡς τρισύλλ. (Ἴσως ἐκ τοῦ α στερ. καὶ τῆς ῥίζης, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Ἀγγλ. scathe, Γερμ. schaden, ὃ ἐ. βλάβη).
English (Autenrieth)
ές: unscathed; ἀσκηθέες καὶ ἄνουσοι, Od. 14.255.
Greek Monolingual
ἀσκηθής, -ές (Α)
1. ο αβλαβής, ο σώος
2. ο ασφαλής
3. ο γνήσιος, ο ανόθευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σκήθος «βλάβη, ζημιά», το οποίο συνδέεται με μια γερμανική και κελτική ομάδα λέξεων (πρβλ. γοτθ. skapis «βλάβη, ζημιά», ιρλ. scathaim «παραλύω, ακρωτηριάζω»), υπό την προϋπόθεση ότι το θ. προέρχεται από ινδοευρ. th].
Greek Monotonic
ἀσκηθής: -ές, αβλαβής, σώος, άθικτος, ακέραιος, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: unhurt, unscathed (Il.).
Other forms: ξ 255 ἀσκηθέες = -θεῖς, not ἀσκεθέες with Eustathius (s. Leumann Hom. Wörter 263 A. 3 m. Lit.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Presupposes a noun *σκῆθος n. damage, which has been connected with Germ.-Celt. words, Goth. skaÞis n. damage; the comparison is impossible as θ does not agree with Goth. Þ.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
unhurt, unharmed, unscathed, Hom.
Frisk Etymology German
ἀσκηθής: (ξ 255 nach Eustathios ἀσκεθέες für ἀσκηθέες = -θεῖς, kaum richtig; vgl. Leumann Hom. Wörter 263 A. 3 m. Lit.)
{askēthḗs}
Meaning: unversehrt, wohlbehalten (vorw. ep. aber auch Tegea und Epidauros).
Etymology: Scheint ein Substantiv *σκῆθος n. Schaden vorauszusetzen, das mit einer germ.-kelt. Wortsippe, got. skaþis n. Schaden, ir. scathaim verstümmeln, lahmen zusammengestellt worden ist (Osthoff PBBeitr. 13, 459), was möglich ist unter der Voraussetzung, daß θ die idg. tenuis aspirata th vertreten kann.
Page 1,164
Translations
unharmed
Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume