νεοσφαγής

Revision as of 11:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A fresh-slaughtered, S.Tr.1130, Aj.898, E.Hec.894; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον S.Aj.546.

German (Pape)

[Seite 245] ές, neu, eben erst geschlachtet, getödtet; Soph. Ai. 882 Trach. 1120; auch φόνος, Ai. 542; Eur. Hec. 894; Sp., wie Hermogen. de stat. 2, σῶμα.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσφᾰγής: -ές, ὁ νεωστὶ σφαγεὶς, τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγὴς Σοφ. Τρ. 1130, Αἴ. 898, τῆς νεοσφαγοῦς Πολυξένης Εὐρ. Ἑκ. 894· ὁ νεωστὶ χυθείς, νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον Σοφ. Αἴ. 546.