εἰσοίκησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A place for dwelling in, home, ἄοικος εἰ. S.Ph.534 (dub.).
German (Pape)
[Seite 744] ἡ, die Ansiedlung, ἡ ἔσω ἄοικος Soph. Phil. 530.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοίκησις: -εως, ἡ, τόπος πρὸς οἴκησιν, κατοικία, ἄοικος εἰσοίκησις, ἀκατοίκητος κατοικία, Σοφ. Φ. 534.