ἄγξις
English (LSJ)
ἡ, (ἄγχω)
A throttling, EM194.50, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγξις: ἡ, (ἄγχω) σύσφιξις τοῦ λαιμοῦ, ἀπαγχόνισις, ὡς τὸ ἀγχόνη ὅταν σημαίνῃ τὴν πρᾶξιν, Ἐτυμ. Μ. 194. 50.
ἡ, (ἄγχω)
A throttling, EM194.50, Gloss.
ἄγξις: ἡ, (ἄγχω) σύσφιξις τοῦ λαιμοῦ, ἀπαγχόνισις, ὡς τὸ ἀγχόνη ὅταν σημαίνῃ τὴν πρᾶξιν, Ἐτυμ. Μ. 194. 50.