ὀλῐγοπιστία: ἡ ὀλίγη πίστις, ἔλλειψις, πίστεως, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. σ. 39, Ἐφραίμ. Σύρ. τόμ. 1, σ. 26Ε, κλ.