ἡ
A, (ἐκνίζω) loss of one's senses, Arist.Somn.Vig.455b6(pl.),456b10.
[Seite 770] ἡ, Sinnlosigkeit, Arist. somn. 2, 3.
ἔκνοια: ἡ, (ἔκνοος) ἀδυναμία τοῦ αἰσθητικοῦ, παράνοια, Ἀριστ. περὶ Ὕπν. 2. 8., 3. 23.