φαινόλις

Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ, (φαίνω)

   A light-bringing, light-giving, ἠώς h.Cer.51, Mosch.4.121; αὔως Sapph.95.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόλις: ἡ, (φαίνω) ἡ λαμπρά, ἡ φωσφόρος, ἀλλ’ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... αὔως = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. μαινόλις.