διαφυή

Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ, (διαφύω)

   A natural break, joint, suture, τὰ ὀστᾶ . . διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Pl.Phd.98c, cf. Philostr.VA4.28; distinction, Pl.Plt.259d; dissepiment, as in chestnuts, X.An.5.4.29, cf. Plu.Cic.1; joint in reeds or grasses, Longus 1.10; divisions between the teeth, Plu.Pyrrh.3; cleft in rocks, D.S.5.22.    II stratum or vein of earth, stone, metal, Thphr.Lap.63; δ. καὶ φλέβες D.S.3.12.    III string-basket, PRyl.97.7 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφυή: ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, ἁρμός, φυσικὸν χώρισμα, ῥαφή, ἡ μεταξύ τινων διάστασις καὶ ἐν ταὐτῷ συναφή, τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ ἀλλήλων Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· γραμμή, σχισμή, ἐντομή, ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων γραμμή, Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. διάφυσις ΙΙ. ΙΙ. στρῶμα, πέτρωμα ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63.