ἁρμός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, (ἀραρίσκω)
A joint, in masonry, IG1.322; in metal-work, Ph.Bel.77.39; ὁ προσιών, ἀπιὼν ἁ., front and back faces of blocks, IG 7.3073.106,112 (Lebad.), cf. 22.463.40: pl., fastenings of a door, E. Med.1315, Hipp.809; ἁρμὸς χώματος λιθοσπαδής a fissure in the tomb made by tearing away the stones at their joining, S.Ant.1216; chink in the fitting of a door, ἁρμῷ τὴν ὄψιν προσβαλεῖν D.H.5.7, cf. Plu. Alex.3.
2 bolt, peg, ἁ. ἐν ξύλῳ παγείς E.Fr.360.12.
3 shoulder-joint, Hippiatr.34.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: hαρμός IG 13.474.116, 117 (V a.C.)
1 arq. juntura de sillares IG l.c., de trabajos en metal, Ph.Bel.77.39
•de las caras de los sillares frente, ajuste τοὺς ἁρμοὺς ἀπὸξοΐδος τιθεὶς ἀργομετώπους IG 22.463.40 (IV a.C.), cf. IG 22.1668.93 (IV a.C.), ἐκ τοῦ προσιόντος ἁρμοῦ desde la cara delantera, IG 7.3073.106 (Lebadea II a.C.), ἐκ τοῦ ἀπιόντος ἁρμοῦ desde la cara posterior, IG 7.3073.112 (Lebadea II a.C.).
2 coyuntura, articulación τοὺς δακτύλους ἐκ τῶν ἁρμῶν ἠρέμα πως χαλῶσαι Alciphr.4.13.13, cf. Aristaenet.1.16.25, τοὺς πόδας ἐξήρθρουν καὶ ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον LXX 4Ma.10.5, ὁ λόγος Θεοῦ ... διϊκνούμενος ἄχρι ... ἁρμῶν καὶ μυελῶν Ep.Hebr.4.12, de los cilindros que hacen girar la muela del molino ὡς δ' ὁπότε ... περιτρίζωσι ... ἁρμοί Q.S.14.266.
3 cierre, cerrojo op. κλῇθρα: ἐκλύεθ' ἁρμούς E.Hipp.809, Med.1315, ἁρμὸς πονηρὸς ὥσπερ ἐν ξύλῳ παγείς E.Fr.13.12M., τῆς θύρας D.H.5.7, Plu.Alex.3.
4 brecha, rendija ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες S.Ant.1216, χρόνῳ δὲ τῶν ἁρμῶν σύμπηξιν ... ὑπὸ πυρὸς ... διαλύεται Plu.2.138e.
German (Pape)
[Seite 356] (ἄρω), ὁ, Fuge, Zusammenfügung, χώματος λιθοσπαδής Soph. Ant. 1201; τᾶς συστάσιος Tim. Locr. 102 b; vom Körper, Xen. Cyn. 5, 29; κυμάτων διαῤῥὼξ ἁρμός Eur. I. T. 263; θύρας, Spalte, Ritze der Tür, D. Hal. 5, 7; Plut. Alex. 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
emboîtement, jointure.
Étymologie: R. Σαρ > Ἁρ lier.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμός: ὁ
1 связь, скрепа (sc. πυλωμάτων Eur.);
2 скрепление, нагромождение (χώματος Soph.);
3 паз, щель (θύρας Plut.);
4 колышек (ἐν ξύλῳ παγείς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμός: ὁ, (ἴδε ἐν λ. *ἄρω), ἁρμὸς ὡς καὶ νῦν ἐν τῇ οἰκοδομικῇ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 160, ἴδε Βοίκχ. σ. 283·- κατὰ πληθ., χαλᾶτε κλῇδας… ἐκλύεθ’ ἁρμοὺς (τῶν πυλῶν), ὡς ἴδω διπλοῦν κακόν Εὐρ. Μήδ. 1315, Ἱππ. 809· ἁρμόν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες, εἰσελθόντες διὰ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ σχηματισθέντος ἐκ τῶν ἀφαιρεθέντων λίθων τοῦ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 1216· ὥστε ἁρμός θύρας καταντᾷ νὰ σημαίνῃ ῥωγμὴν, χαραγμάδαν εἰς τοὺς ἁρμούς τῆς θύρας, Διον. Ἁλ. 5. 7, Πλούτ. Ἁλέξ. 3. 2) ζύγωθρον θύρας, μοχλός, «μάνδαλον», «σύρτης», ἁρμός ἐν ξύλῳ παγείς Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 12. 3) ὁ ἁρμός τοῦ ὤμου, ἡ ὠμοπλάτη, Λατ. armus, Ἱππιατρ.
English (Strong)
from the same as ἅρμα; an articulation (of the body): joint.
English (Thayer)
ἁρμου, ὁ (ἈΡΩ to join, fit), a joining, a joint: Sophocles, Xenophon, others; Sirach 27:2.)
Greek Monolingual
ο (AM ἁρμός)
1. η συναρμογή δύο αντικειμένων
2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών
νεοελλ.
1. ρωγμή, χαραμάδα
2. κορυφή βουνού ή λόφου
αρχ.
το μάνταλο της θύρας.
Greek Monotonic
ἁρμός: ὁ (*ἄρω), σε πληθ., τα στερεώματα της πόρτας, σε Ευρ.· ἁρμὸς χώματος λιθοσπαδής, άνοιγμα σε τάφο που σχηματίστηκε από πέτρες που αφαιρέθηκαν από τα σημεία όπου ενώνονταν, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
See also: ἁρμόζω
Middle Liddell
[*ἄρω]
in pl. the fastenings of a door, Eur.; ἁρμὸς χώματος λιθοσπαδής a fissure in the tomb made by tearing away the stones at their joinings, Soph.
Frisk Etymology German
ἁρμός: {harmós}
See also: s. ἁρμόζω.
Page 1,145
Chinese
原文音譯:¡rmÒj 哈而摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:連結
字義溯源:關節,骨節;源自 (ἅρμα)*=馬車
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 骨節(1) 來4:12
English (Woodhouse)
bolt, fastening, joint, rivet, place where things join, where two things join