εως, ἡ, (μεγαίρω)
A jealousy, envy, Hsch.
[Seite 109] ἡ, die Mißgunst, φθόνος, Hesych.
μέγαρσις: ἡ, (μεγαίρω) ζηλοτυπία, φθόνος, Ἡσύχ.