μεγαίρω

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαίρω Medium diacritics: μεγαίρω Low diacritics: μεγαίρω Capitals: ΜΕΓΑΙΡΩ
Transliteration A: megaírō Transliteration B: megairō Transliteration C: megairo Beta Code: megai/rw

English (LSJ)

aor. ἐμέγηρα, (from μέγας, cf. γεραίρω from γεραρός (γέρας) prop.
A regard as too great: hence,
I grudge one a thing as too great for him, μέγηρε γάρ οἱ τό γ' Ἀπόλλων Il.23.865; ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω Orac. ap. Hdt.1.66.
2 c. inf. pro acc. rei, μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα grudge us not the accomplishment... Od.3.55, cf. h.Merc.465: c. acc. et inf., μνηστῆρας… οὔ τι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια I complain not that... Od.2.235; ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς ἀείδειν Φοῖβος… μεγαίροι Theoc.7.101: c. inf. only, ἀμφὶ δὲ νεκροῖσιν κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω I object not to [your] burning them, Il.7.408: with inf. understood, τάων οὔ τοι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι, οὐδὲ μεγαίρω (sc. διαπέρσαι) 4.54, cf. Call.Del.163.
3 c. dat. pers. only, feel a grudge towards, Δαναοῖσι μεγήρας Il.15.473.
4 abs., ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω I care not which, Od.8.206.
5 c. gen. rei, ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν… Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας Poseidon baffled his spear grudging him the life [of Antilochus, Il.13.563; οὐ μ. τοῦδέ σοι δωρήματος A.Pr.626; μοι… ἐμέγηρε τόκοιο A.R.1.289.
6 Pass., to be envied, AP9.645.10 (Maced.).
II = βασκαίνειν, bewitch, ὄμμασι… ἐμέγηρεν ὀπωπάς A.R.4.1670. (Said to be a Salaminian word, Sch.Il.13.563: in late Prose, as etym. of Μέγαιρα, Corn.ND 10.)

German (Pape)

[Seite 104] (von μέγας, vgl. γέραςγεραίρω und s. Buttm. Lexil. I, 259), eigtl. Etwas für groß od. für zu groß halten; – dah. Einem Etwas mißgönnen, als sei es zu groß für ihn, μέγηρε γάρ οἱ τόγε Ἀπόλλων, Il. 23, 865; Orak. bei Her. 1, 66; u. c. inf., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, Od. 3, 55, vgl. H. h. Merc. 465; auch mit acc. c. inf., μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια, Od. 2, 235. Dah. = aus Neid verweigern, versagen, beneiden, Δαναοῖσι μεγήρας, Il. 15, 473, κατακαιέμεν οὔτι μεγαίρω, die Todten zu verbrennen verweigere ich nicht, 7, 408, vgl. Od. 8, 206; οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος, ich beneide dich nicht um dieses Geschenk, Aesch. Prom. 629; ἐμέγηρέ μοι τόκοιο, Ap. Rh. 1, 289. In der Verbindung ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν Ποσειδάων βιότοιο μεγήρας, Il. 13, 563, er misgönnte ihm das Leben des Antilochos, wollte ihm das Leben des Antilochos nicht preisgeben, fassen es Andere = er entkräftete das Geschoß, es von dem Leben des Antilochos abwehrend, weil er ihm die Erlegung desselben nicht gestatten wollte, dem Sinne nach richtig, aber an die Form des Satzes bei Hom. sich nicht anschließend; u. so ist auch Il. 4, 54, τάων (πόλεων) οὔτι ἐγὼ πρόσθ' ἵσταμαι οὐδὲ μεγαίρω, zu nehmen, wie der folgende Vers zeigt, εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω, aber der gen. hängt nur von πρόσθε ab, und zu μεγαίρω ist τὰς διαπέρσαι zu ergänzen. – Ap. Rh. 4, 1670, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπάς, vom neidischen Blicke, dem zauberische Kraft zugeschrieben wird. – Sp. haben auch das pass., beneidet werden; so von Sardes gesagt πολὺς δέ με πολλάκις αἰὼν ἄστεσιν ὀλβίστοις εὗρε μεγαιρομένην, Maced. 32 (IX, 645).

French (Bailly abrégé)

f. μεγαρῶ, ao. ἐμέγηρα, pf. inus.
regarder comme trop grand, trop beau, d'où
1 porter envie, envier : τινί, qqn, être malveillant pour qqn;
2 refuser par jalousie, mettre obstacle à : τινός, à qch, refuser qch (à qqn) ; τινί τι ou τινί τινος, être jaloux de qqn pour qch, envier ou refuser qch à qqn ; μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν τελευτῆσαι τάδε ἔργα OD et ne nous refuse pas d'accomplir cette œuvre ; μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια OD et je ne m'oppose pas à ce que les prétendants mettent en œuvre leur entreprise violente ; κατακηέμεν οὔτε μεγαίρω IL je ne m'oppose pas à ce qu'on brûle (les morts) ; abs. οὔ τι μεγαίρω OD je ne refuse rien, je consens à tout.
Étymologie: μέγας ; pour la formation cf. γεραίρω de γέρας.

Russian (Dvoretsky)

μεγαίρω:
1 считать чрезмерным, т. е. отказывать, запрещать (μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν τελευτῆσαι τάδε ἔργα Hom.): οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος Aesch. я не отказываю тебе в этом даре;
2 смотреть с недоброжелательством, возмущаться: μ. τινὰ ἔρδειν ἔργα βίαια Hom. возмущаться чьими-л. насилиями;
3 возражать, сопротивляться: κατακηέμεν οὔτι μεγαίρω Hom. я нисколько не возражаю против сожжения (павших); ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔτι μεγαίρω Hom. (сразиться) в кулачном ли бою, в борьбе ли, или в беге - мне безразлично;
4 из зависти отказывать, относиться с завистью, завидовать: Δαναοῖσι μεγήρας Hom. завидующий данайцам (Арей).

Greek (Liddell-Scott)

μεγαίρω: ἀόρ. ἐμέγηρα, (ἐκ τοῦ μέγας, ὡς τὸ γεραίρω ἐκ τοῦ γέρας)· - κυρίως, βλέπω ἐπί τι πρᾶγμα ὡς μέγα ἢ παραπολὺ μέγα· ὁπόθεν λαμβάνομεν τὰς ἐννοίας τῆς κακῆς διαθέσεως καὶ τοῦ φθόνου, αἵτινες ταχέως προσεκολλήθησαν εἰς τὴν λέξιν· ὅθεν, I. δὲν παρέχω τι εἴς τινα ὡς καθ’ ὑπερβολὴν μέγα δι’ αὐτόν, ἐκ φθόνου δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ τὸ ἔχῃ, φθονῶ, μέγηρε γὰρ οἱ τόγ’ Ἀπόλλων Ἰλ. Ψ. 865· ἐγὼ δέ τοι οὔ τι μεγαίρω Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. 2) μετ’ ἀπαρ. ἀντὶ αἰτ. πράγμ., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα, μηδὲ φθονήσῃς ἡμῖν..., Ὀδ. Γ. 55, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 465· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μνηστῆρας... οὔτι μεγαίρω ἔρδειν ἔργα βίαια, δὲν παραπονοῦμαι ὅτι..., Ὀδ. Β. 235· ἀκολούθως ἁπλῶς μετ’ ἀπαρ., ἀμφὶ δὲ νεκροῖσι - κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω, δὲν ἀντιλέγω εἰς τὴν κατάκαυσιν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. Η. 408· οὕτω πιθ., τάων οὔ τι ἐγὼ πρόσθ’ ἵσταμαι, οὐδὲ μεγαίρω (ἐνν. διαπέρσαι, πρβλ. στίχ. 53) Δ. 54· - ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ὑπαχθῇ εἰς τὴν διαίρεσιν 5. 3) μόνον μετὰ δοτ. προσ., αἰσθάνομαι φθόνον ἐναντίον τινός, Δαναοῖσι μεγήρας Ο. 473. 4) ἀπολ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσὶν - οὔτι μεγαίρω, δέν μοι μέλει πῶς, Ὀδ. Θ. 206. 5) μετὰ γεν. πράγμ., ἀμενήνωσεν δὲ οἱ αἰχμήν... Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας, ὁ Ποσειδῶν ἐματαίωσε τὴν αἰχμὴν «φθονήσας Ἀδάμαντι μὴ τὸν βίον Ἀντιλόχου ἀφέληται» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 563· οὐ... μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Αἰσχύλ. Πρ. 626· μοι... ἐμέγηρε τόκοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 289· πρβλ. φθονέω I. 3. 6) Παθ., φθονοῦμαι, Ἀνθ. Π. 9. 645. II. παρ’ Ἀπ. Ροδ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐχθρόν, καὶ ἔτι μᾶλλον ὡρισμένως, θέλγω, μαγεύω, Λατ. fascinare, ὄμμασιν ἐμέγηρεν ὀπωπὰς Δ. 1670. - Πλείονα ἴδε ἐν Buttm.-Lexil. ἐν λ.

English (Autenrieth)

(μέγας), aor. μέγηρε, subj. μεγήρῃς: properly, to regard something as too great, grudge, begrudge, hence, refuse, object; with acc.; also part. gen., Il. 13.563; and foll. by inf., Od. 3.55.

Greek Monolingual

μεγαίρω (Α)
1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο
2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή το θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ το γ' Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.
β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ.
γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῖσιν κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω», Ομ. Ιλ.)
3. βασκαίνω, ματιάζω («ἐχθοδοποῖσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μεγαίρω (< μεγαρ-) με επένθεση του -j- (πρβλ. γεραίρω, εχθαίρω) συνδέεται με αρμ. mecarem «εκτιμώ». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο μεγαρ ή μεγαρός < μέγας (για τη σημασιολογική εξέλιξη του ρήματος από «θεωρώ κάτι μεγάλο, θαυμάζω» σε «ζηλεύω, φθονώ, ματιάζω» βλ. και λ. άγαμαι)].

Greek Monotonic

μεγαίρω: (μέγας), αόρ. αʹ ἐμέγηρα·
1. θεωρώ κάτι πολύ μεγάλο, φθονώ κάποιον για κάτι πολύ σημαντικό γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με απαρ., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν τελευτῆσαι τάδε ἔργα, μη μας ζηλεύεις επειδή κατορθώσαμε αυτά τα έργα, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. και απαρ., μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν, δεν παραπονούμαι για κάτι που θα έκαναν οι μνηστήρες, στο ίδ.
2. με δοτ. προσ., αισθάνομαι φθόνο για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
3. αμτβ., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσίν, οὔτι μεγαίρω, δεν ενδιαφέρομαι (για κάτι), σε Ομήρ. Οδ.
4. με γεν. πράγμ., βιότοιο μεγήρας, τον ζηλεύω για τον τρόπο ζωής του (λέγεται για τον Αντίλοχο), σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος, σε Αισχύλ.
5. Παθ., είμαι επίφθονος, είμαι αντικείμενο φθόνου, με ζηλεύουν, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: grudge, envy, mostly with negation; privative verbal adj. ἀ-μέγαρ-τος not enviable, unpleasant, unhappy (Il.). After sch. on Ν 563 and Eust. from Salamis (cf. Ruijgh L'élém. ach. 162).
Other forms: aor. μεγῆραι
Origin: IE [Indo-European] [708] *megh₂- great
Etymology: Formation like ἐχθαίρω, γεραίρω a. o. (Schwyzer 725) and except for the yot-derivation formally identical with Arm. mecarem esteem highly (from mec great, s. μέγας). First from an r-stem *μέγαρ greatness, *μεγαρός great; so original meaning hold smth. for smb. as (too) big (cf. Brugmann Grundr. 22: 1, 365)? Here Μέγαιρα f. name of one of the Erinyes, prop. euphemistically "the exalted" (cf. Εὑμενίδες), as γέραιρα, γεραρός? Further s. μέγας.

Middle Liddell

μεγαίρω, μέγας
1. to look on a thing as too great, to grudge one a thing as too great for him, Il.; so c. inf., μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν τελευτῆσαι τάδε ἔργα grudge us not the accomplishment of these works, Od.; c. acc. et inf., μνηστῆρας οὔτι μεγαίρω ἔρδειν I complain not that the suitors should do, Od.
2. c. dat. pers. to feel a grudge towards, Il.
3. absol., ἢ πύξ, ἠὲ πάλῃ, ἢ καὶ ποσίν, οὔτι μεγαίρω I care not (which), Od.
4. c. gen. rei, βιότοιο μεγήρας grudging him the life [of Antilochus, Il.; οὐ μ. τοῦδέ σοι δωρήματος Aesch.
5. Pass. to be envied, Anth.

Frisk Etymology German

μεγαίρω: {megaírō}
Forms: Aor. μεγῆραι
Grammar: v.
Meaning: mißgönnen, beneiden, verwehren, gew. mit Negation;
Composita: privatives Verbaladj. ἀμέγαρτος nicht beneidenswert, leidig, unglücklich (ep. poet. seit Il.). Nach Sch. zu Ν 563 und Eust. aus Salamis (vgl. Ruijgh L’élém. ach. 162).
Etymology: Bildung wie ἐχθαίρω, γεραίρω u. a. (Schwyzer 725) und bis auf die Jotableitung mit arm. mecarem hochschätzen (von mec groß, s. μέγας) formal identisch. Zunächst von einem r-Stamm *μέγαρ Größe, *μεγαρός groß; urspr. Bedeutung also ‘etwas für jmdn als (zu) groß einschätzen’ (vgl. Brugmann Grundr. 22: 1, 365)? Dazu Μέγαιρα f. N. einer der Erinyen, eig. euphemistisch "die Erhabene" (vgl. Εὐμενίδες), wie γέραιρα, γεραρός? — Weiteres s. μέγας.
Page 2,188-189

Mantoulidis Etymological

(=βλέπω σέ κάτι σάν πάρα πολύ μεγάλο, φθονῶ, ἐναντιώνομαι). Ἀπό το μέγας.