[Seite 280] ὁ, = ξιφίας, Hesych.
ξῐφιός: ἢ μᾶλλον ξίφιος, ὁ, = ξιφίας, Ἡσύχ., πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας ξιφιός.