ξιφιός
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
German (Pape)
[Seite 280] ὁ, = ξιφίας, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφιός: ἢ μᾶλλον ξίφιος, ὁ, = ξιφίας, Ἡσύχ., πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας ξιφιός.
Greek Monolingual
ο (Α ξιφιός και ξίφιος)
ο ξιφίας
αρχ.
1. είδος ψαριού, γνωστού σήμερα με την κοινή ονομασία κοκκινόψαρο
2. είδος λίθου
3. το πτηνό κίρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ξιφίας].