γέλγις
English (LSJ)
ἡ, gen. γέλγιθος, also γέλγιος and -ιδος (in codd. freq. with false accent γελγίς, γελγίθος, etc., but cf. Hdn.Gr.1.87): pl.
A γέλγεις Thphr.HP7.4.11, CP1.4.5:—head of garlic, and in pl., the cloves which compose it, ἡ γέλγις διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις Id.HP7.4.12, cf. Hp.Nat.Mul.77; πότιμοι γέλγῑθες AP6.232 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
γέλγις: ἡ, γεν. γέλγῑθος, ὡσαύτως γέλγιος καὶ -ιδος, (ἐν χφοις συχνάκις μετ’ ἐσφαλμένου τονισμοῦ γελγίς, γελγίθος, κτλ., ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἀρκαδ. σ. 29)· πληθ. γέλγεις Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4, 5· ― ὅμοιον τῷ ἄγλις, κεφαλὴ ἢ βολβὸς ἢ σκελὶς σκορόδου, Λατ. spica ἢ nucleus allii, πότιμοι γέλγῑθες Ἀνθ. II. 6. 232· πρβλ. Θεόκρ. 14. 17.