προθετικός

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (

   A πρόθεσις 11) setting before itself, ἡ ἀρετὴ π. [τοῦ τέλους] Arist.MM1190a19; opp. ποιητικός, connected with planning, opp. execution, prob.l. ib.21.    II of or for prefixing, π. μόριον preposition, D.H.Amm.2.2; prepositional, σύνδεσμοι Stoic. ap. A.D. Synt.305.24; σύνταεις A.d.l.c.22.

German (Pape)

[Seite 723] ή, όν, zum Vorsetzen gehörig, Sp.; μόριον, die Präposition, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

προθετικός: -ή, -όν, (πρόθεσις ΙΙ) ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν, προορώμενος, τοῦ τέλους Ἀριστ. Μεγάλα Ἠθ. 1. 18, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόταξιν, πρ. μόριον, πρόθεσις, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖ. 2. 2· ὁ μετὰ προθέσεως, σύνταξις Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 326, κ. ἀλλ.