στρεβλός
English (LSJ)
ή, όν,
A twisted, crooked, πόσθιον... σ. ὥσπερ κύτταρον Ar. Th.516; στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον Men.711; λοξοβάται, στρεβλοί, of crabs, Batr.295; μυκτήρ Nic.Al.442; κανών Arist.Rh.1354a26; squinteyed, like στραβός, Hp.Aër.14, Eup.182, Phryn.PS p.108 B., Hsch. s.v. ἰλλός; of the brows, knit, wrinkled, AP7.440 (Leon.). II metaph., crooked, cunning, στρεβλοῖσι παλαίσμασι by cunning dodges in wrestling, Ar.Ra.878 (mock heroic); perverse, froward, LXX Ps. 17(18).27, Si.36.(22) 25, Aesop.66.
German (Pape)
[Seite 952] gedreht, gekrümmt, gewunden, στρεβλὸν ὥςπερ κύτταρον, Ar. Th. 516; verdreht, von den Augen, schielend, nach Phryn. in B. A. 62 besser als στραβός; – von den Augenbrauen, zusammengezogen, gerunzelt, ὀφρύς, Leon. Tar. 85 (VII, 440). – liebertr., listig, verschlagen, στρεβλὰ παλαίσματα, 377; στρεβλὰ κολαζόμενος, Maneth. 4, 198.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλός: -ή, -όν, (στρέφω) συνεστραμμένος, διεστραμμένος, «στραβός», κύτταρον Ἀριστοφ. Θεσμ. 516· στρεβλὸν ὀθρῶσαι κλάδον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 163· λοξοβάται στρεβλοί, ἐπὶ καρκίνων, Βατραχομυομ. 307· μυκτὴρ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· κανὼν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 5· ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς διεστραμμένους, παραβλώψ, ἀλλοίθωρος, ὡς τὸ στραβός, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 6· πρβλ. Α. Β. 62, Ἱππ. π. Ἀερ. 289· ἐπὶ τῶν ὀφρύων καὶ τοῦ μετώπου, συνωφρυωμένος, ἐρρυτιδωμένος, «ἀνάποδος», πανοῦργος, στρεβλοῖσι παλαίσμασι, διὰ πανούργων τεχνασμάτων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 878· - διεστραμμένος, αὐθάδης, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 26, Σειρὰχ Λ΄, 20).