φιλοφρονητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A friendly, kind, Corn.ND24, Procl.Par.Ptol.225; φ. ἀρετή Sch.Pi. P.1.184.
German (Pape)
[Seite 1288] ή, όν, liebreich, freundlich behandelnd, Schol. Ar. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρονητικός: -ή, -όν, φιλικός, ἀγαθός, εὔνους, Προκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225, 29, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ζ. 27, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 145, κλπ.