ὁπλιτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a man-at-arms, μάχη Pl.R.374d ; αἱ ὁ. τάξεις X.HG3.4.16 ; ὅπλα ib.4.2.7. 2 ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of using heavy arms, the soldier' s art, Pl.R.333d ; so τὸ -κόν Id.La.182d ; also τὰ -κὰ ἐπιτηδεύειν profess the art of arms, ib.183c. II of persons, heavy-armed, τὸ -κόν the soldiery, = οἱ ὁπλῖται, opp. τὸ ἄνοπλον, Arist.Pol.1289b32, cf. Th.5.6, X.An.7.6.26 ; ἡ ὁ. δύναμις Arist.Pol.1321a18.
German (Pape)
[Seite 359] den Schwerbewaffneten betreffend; μάχη, Plat. Rep. II, 374 d; θώραξ, Ep. XIII, 363 a; τὸ ὁπλιτικόν, die schwerbewaffneten Truppen, Thuc. 5, 6; Xen. An. 7, 6, 26; Plat. u. A.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, den Dienst eines Schwerbewaffneten thun, Plat. Lach. 183 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁπλίτην, μάχη Πλάτ. Πολ. 374D· αἱ ὁπλ. τάξεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· ὅπλα αὐτόθι 4. 2. 7. 2) ἡ ὁπλιτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι βαρέα ὅπλα, ἡ τέχνη τοῦ ὁπλίτου, Πλάτ. Πολ. 333D· οὕτω, τὸ ὁπλιτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182D· ὡσαύτως, τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, αὐτόθι 183C· ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος πρὸς τὴν ἐν τῷ στρατῷ ὑπηρεσίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄνοπλος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 1· ― τὸ ὁπλιτικὸν = οἱ ὁπλῖται, Θουκ. 5. 6, Ξεν. Ἀνέβ. 7. 6, 26· ἡ ὁπλ. δύναμις Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 2.