ή, όν,
A capable of being taught, Pl.Men.93b, Phld.Rh.1.369 S., D.L.4.12.
[Seite 477] zu überliefern, zu lehren; Plat. Men. 93 b; D. L. 4, 12.
παραδοτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, διδακτός, Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.