ή, όν,
A that can be passed on foot, Arr.Ind.43.10:—but βάδιστοι· βαδύτατοι, Hsch. (i.e. ἡδ-).
[Seite 423] zu gehen, gangbar, Arr. Ind. 43.
βαδιστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις πεζῇ νὰ διέλθῃ, ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ βαδίσῃ, Ἀρρ. Ἰνδ. 43.