ὑπαγωγικός

Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A drawn slowly out, περίοδος, opp. στρογγύλη καὶ πυκνή, D.H. Dem.4.    II attractive, persuasive, Id.Comp.4 (unless in sense 1: v.l. ἐπαγ-).

German (Pape)

[Seite 1180] ή, όν, in die Länge gezogen, zw., vgl. Schäf. D. H. de C. V. p. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ μικρὸν πλατυνόμενος, περίοδος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στρογγύλη καὶ πυκνή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 4. ΙΙΙ. ἑλκυστικός, πειστικός, ὁ αὐτ. π. Συνθ. 4 (κοινῶς φέρεται ἐπαγ).