πεπλίς

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A wild purslane, Euphorbia Peplis, Dsc.4.168 :—also in Dim. form πέπλιον, τό, Hp.Acut.23, Gal.12.97.

German (Pape)

[Seite 560] ἡ, = πέπλιον, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

πεπλίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι εἶδος ἐρυθροῦ εὐφορβίου, Euphorbia peplis, «πεπλίς, οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν,... Φύεται δὲ μάλιστα ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 4. 169˙ ὡσαύτως πέπλιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Γαλην.