ὑποξέω

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A scrape underneath, τὰς ὁπλάς Hippiatr.104; ὑποξέοντες . . τῷ σμιλίῳ Aët.7.95.    2 wipe underneath, στρέψαντες σπόγγῳ ὑποξέουσι τὸ βλέφαρον ib.11.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. ξέω), unten oder ein wenig schaben, glätten, schnitzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, ὑποξέειν τὰς πεπονθυίας ὁπλὰς Ἱππιατρ. 254, 25.