συντάμνω

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

   A v. συντέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

συντάμνω: Ἰων. ἀντὶ συντέμνω, τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.