A set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.
[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.
βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.