ἀνατέμνω

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A cut up, cut open, νεκρόν Hdt.2.87, cf. Luc.Prom. 21.    2 dissect, Hp.Ep.17, Arist.Spir.478a21.    3 open up, clear, ὁδούς, αὔλακας, Ph.1.16,20; ὁδὸν καινήν OGI701 (Egypt).    II cut off, κλήματα Aeschin.3.166; γεισηπόδισμα IG22.463.63.

German (Pape)

[Seite 211] (s. τέμνω), zerschneiden, ἀνατετμήκασι τὰ κλήματα Aesch. 3, 166 aus Dem.; ὑπ' ὀρνέου ἀνατέμνεσθαι, zerhackt werden, Luc. Prom. 21; den Körper seciren, ἀναταμόντες νεκρόν Her. 2, 87; Plut. Sept. sap. conv. 16; τὰ ἀνατεμνόμενα, secirte Körper, Arist.; ὁδούς, einen Weg bahnen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, τέμνω σῶμα, σχίζω καὶ ἀνοίγω τὸ σῶμα, νεκρὸν Ἡρόδ. 2. 87, πρβλ. Λουκ. Προμ. 21. ΙΙ. κατακόπτω, ἀνατετμήκασί τινες κλήματα τὰ τοῦ δήμου Αἰσχίν. 77. 26.