ἀποδρέπω

Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

   A pluck off, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes.Op. 611; pluck off hair, Hp.Mul.2.106: metaph., ἀ.καρπὸν ἥβας Pi.P..9.110, cf. O.1.13; τὸν ἀφροδισίων κῆπον Archipp.2 D.:—Med., μαλθακᾶς ὥρας ἀρας καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8, cf. AP6.303 (Aristo), Plu. 2.79d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρέπω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, συλλέγω, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόπτε καὶ φέρε αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, οὕτως ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.