ὁ, a kind of
A flute or fife, Poll.4.82:—Dim. γιγγλάριον, τό, AB88; cf. γίγγρας.
[Seite 491] ὁ, eine ägyptische Flöte, Poll. 4, 82.
γίγγλαρος: ὁ, εἶδος αὐλοῦ, Πολυδ. Δ', 82· ὑποκορ. γιγγλάριον, τό, Α. Β. 88· πρβλ. γίγγρας.