κορδύλος
English (LSJ)
ὁ, prob.
A water-newt, Triton palustris, Arist.HA589b27, PA695b25; κουρύλος [ρῠ] in Numen. ap. Ath.7.306c.
Greek (Liddell-Scott)
κορδύλος: ὁ, = σκορδύλος, πιθαν. μικρὰ ἀμφίβιος σαύρα, Triton palustris, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7, κτλ.· κούρυλος Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.