ἀντίτραγος

Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, (cf. τράγος)

   A the eminence of the external ear, Aret. CD1.2, Poll.2.85, Ruf. ap. Orib.25.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτραγος: ὁ, ἡ ἐξοχὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ ὠτὸς (πρβλ. τράγος V.), «τὸ δὲ ἀπεναντίας τῆς κόγχης ἔξαρμα παρὰ τὸ πέρας τοῦ κροτάφου τράγος· τὸ δὲ ἀντικρὺ τούτου παχυτέρας τῆς ἀνθέλικος ἀντίτραγος» Ροῦφ. σ. 49, Ἀρτ. Χρον. Νούσ. Θερ. 1. 2, Πολυδ. Β΄, 85.