ἔξαρμα
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐξαίρω)
A rising, swelling, Hp.Epid.4.31; of the tragus of the ear, Ruf.Onom.44.
II meridian height or elevation of the heavenly bodies, τοῦ ἡλίου Str.2.1.18, cf. 1.1.21; τοῦ πόλου Hipparch.1.3.6, Gem.6.24, Plu.Mar.11, Ptol.Alm.2.3,6, Tetr.76; opp. ἀντέξαρμα, Theol.Ar.25; τοῦ ἐξάρματος ὃ ἐξῆρται Plu.2.410f.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I cien.
1 medic. elevación
a) en la piel, hinchazón, tumor Hp.Epid.4.31;
b) anat. eminencia, prominencia τὰ ὑπὸ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐξάρματα e.e., los pómulos, Ruf.Onom.46, del trago, eminencia cartilaginosa en el oído externo, Ruf.Onom.44, Orib.25.1.17.
2 astr., geog. elevación, altura de los polos en el meridiano c. rel. al horizonte τὸ ἔξαρμα τοῦ πόλου Hipparch.1.3.6, Ptol.Alm.2.2, cf. Tetr.2.7.1, Gem.6.24, Plu.2.410e, plu. τὰ ἐξάρματα τῶν πόλων Str.1.1.21, Ptol.Geog.1.3.3, cf. Ach.Tat.Intr.Arat.26.2, μέγα λαμβάνων ὁ πόλος ἔξαρμα Plu.Mar.11, διὰ τὸ ἔξαρμα τῆς γῆς Alex.Aphr.in Mete.70.34, cf. Papp.in Alm.12.20, (κύκλοι) οἱ τούτων ἐφ' ἑκατέρωθεν τὸ ἔξαρμα καὶ τὸ ἀντέξαρμα ref. a los polos ártico y antártico Theol.Ar.25, de astros τὸ ἔξαρμα τοῦ ἡλίου Str.2.1.18
•máxima altura, punto más alto τό τε ἔξαρμα τὸ τῆς σφαίρας καὶ τὸ διάμετρον αὐτῆς Heph.Astr.2.11.85.
II fig., tard.
1 altura, elevación διὰ τὸν αἰθέριον ἔξαρμα en ref. a Zeus dueño del éter, Eust.1011.64.
2 energía, vigor, ímpetu Διομήδης ... οὐδὲν ἔχων ἔξαρμα φύσεως Dam.Hist.Phil.146E, del canto ὁ μεμελισμένος λόγος, ὃς καὶ ἔξαρμα ἔχει ἤγουν ὕψος Eust.9.6.
German (Pape)
[Seite 872] τό, die Erhebung, Geschwulst, Hippocr. – Von den Himmelskörpern, ihre Höhe am Himmel, ἡλίου Strab. 2, 1, 18; von der Polhöhe, Plut. Mar. 11 def. or. 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
élévation, hauteur des astres, du pôle, etc.
Étymologie: ἐξαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἔξαρμα: ατος τό ἐξαίρω астр. возвышение (по меридиану), высота (τοῦ πόλου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαρμα: τό, (ἐξαίρω), οἴδημα, πρήξιμον, ᾖ μάλιστα τὸ ἔξαρμα ἦν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Δ΄, 1133F. ΙΙ. ἡ ἄρσις ἢ ὕψωσις τῶν οὐρανίων σωμάτων, τὸ ἔξαρμα τοῦ ἡλίου τὸ κατὰ τὰς μεσουρανήσεις ἐν ταῖς χειμεριναῖς τροπαῖς Στράβων 75· τοῦ πόλου Ἵππαρχος παρὰ Πτολ. 1. 4· μέγα λαμβάνων ὁ πόλος ἔξαρμα Πλουτ. Μάριος 11, Ἠθικ. 410Ε. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἐμμελοῦς λόγου, ὕψος, ὄγκος, μέγεθος, «ἀείδειν δέ ἐστι τὸ ἐμμελῶς λέγειν, καὶ ᾠδὴ ὁ μεμελισμένος λόγος, ὃς καὶ ἔξαρμα ἔχει» Εὐστ. εἰς Ἰλιάδ. Ι. 5· ἐπὶ προσώπου, ἔξοχον πλεονέκτημα, «οὐδὲν ἔχων ἔξαρμα φύσεως (ὁ Διομήδης)» Σουΐδ. ἐν λέξει Εὐπείθιος.
Greek Monolingual
το (AM ἔξαρμα) εξαίρω
1. άρση, ύψωση, ύψωμα του εδάφους, λόφος
2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο
3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα
ειδικ. «το έξαρμα του πόλου» — το ύψος του ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα του παρατηρητή, που είναι ίσο με τη γωνία που σχηματίζει ο άξονας της γης και ο ορίζοντας ή με το γεωγραφικό πλάτος του τόπου
μσν.
(για λόγο) ύψος, ένταση, όγκος, έξαρση
αρχ.
(για πρόσ.) έξοχο πλεονέκτημα.
Translations
swelling
Armenian: այտուցվածություն, ուռուցք, այտուց; Bashkir: шеш, шешеү; Bulgarian: издуване, изпъкналост, подутина; Chinese Mandarin: 腫脹/肿胀; Czech: otok; Finnish: ajettuma, pöhö, pöhöttymä, turvotus, ajetus, turvotus, pöhötys, paisuminen; French: gonflement; Galician: inchazo, inchazón; German: Anschwellen, Anschwellung, Schwellung; Greek: πρήξιμο, διόγκωση, οίδημα; Ancient Greek: ἀποίδησις, ἄσκωμα, βύκτης, διόγκωσις, διοίδησις, ἔξαρμα, ἐξόγκωμα, ἐξόγκωσις, ἐξοίδησις, ἐπανάστημα, ἔπαρμα, ἔπαρσις, ἐποίδησις, κανθύλη, κύρτωμα, ὄγκωμα, οἴδημα, οἴδησις, οἶδμα, οἶδος, παράπρισις, παροίδησις, πρῆγμα, πρηδών, πρῆσμα, σπάργησις, τύλη; Irish: at; Italian: gonfiore, gnocco; Hungarian: duzzadás; Japanese: はれ, ふくれ, はれもの; Khmer: ហើម; Latin: tumor, tumiditas, tumentia; Maori: uruhumu, pauku, uruhua, uruumu; Ottoman Turkish: شیش; Pashto: غومبه, پړسوب; Plautdietsch: Schwolst; Polish: opuchlizna, obrzęk; Portuguese: inchaço, inchação; Romanian: umflare, umflătură; Russian: опухание, опухоль, припухлость; Scottish Gaelic: atadh; Spanish: inflamación, hinchazón; Swedish: svullnad; Tamil: தடிப்பு; Tarifit: tuffett; Telugu: వాచుట, వాపు; Tibetan: སྐྲང་ཀོ; Tocharian B: yweru; Welsh: chwydd; Westrobothnian: sullne; Uyghur: گادازا, دوماق, ئۇچقۇن, ئۇششۇق, ئىششىق