ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, of a club,
A heavy at the end, APl.4.104 (Phil.).
[Seite 434] ὄζος, schwerfüßig, schwer, Philp. 52 (Plan. 104).
βᾰρύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἐπὶ ῥοπάλου, βαρὺς κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Πλαν. 104.