τρίστροφος
English (LSJ)
ον,
A thrice-twisted, λίνον Meges ap.Orib.44.24.12. 2 consisting of three strophes, Sch.Pi.O.9.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρίστροφος: -ον, τρὶς ἐστραμμένος, δηλ. καλῶς συνεστραμμένος, λίνον Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.