λιπογνώμων

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

   A v. λειπογνώμων.

German (Pape)

[Seite 51] ον, = λειπογνώμων, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπογνώμων: -ον, (γνώμων III) κυρίως ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, Ἴστρος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀμνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· καθόλου, ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, Πολυδ. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.