Ἴστρος
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ὁ, Ister, Danube, Hes.Th.339, etc.; Ἴστρος, ἡ, Milesian colony at its mouth, St.Byz.; also called Ἰστρία, ἡ, Arr. ap. eund., Ion. Ἰστρίη, Hdt.2.33:—Adj. Ἰστριᾱνός, Ion. Ἰστριηνός, ή, όν, of or from Istria, Hdt.4.78, St.Byz., etc.; Ἰστριανὰ πρόσωπα tattooed masks, like the faces of Scythian slaves, Ar.Fr.88; Ἰστριαναὶ ζειραί Scythian tunics, prob. for ἰσπνιᾶται σειραί (glossed ἰστρηνίδες), Theognost. Can.14; ἰστριανά, τά, covers for the baskets carried by κανηφόροι, Poll.10.191:—fem. Ἰστριᾱνίδες, of these garments and covers, Hsch.; but also Ἰστριανίδων ὕφη S.Fr.210.67.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
l'Ister (auj. le Danube).
Russian (Dvoretsky)
Ἴστρος:
I ὁ Истр (древнее название р. Дунай) Hes., Her., Arst. etc.
II ἡ Arst. = Ἰστρίη.
III ὁ Истр (вначале раб Каллимаха, историк Аттики - 2-ая половина III в. до н. э.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἴστρος: ὁ, ὁ Δανούβιος ποταμός, κοινῶς «Δούναβις», πρῶτον παρ’ Ἡσ. Θ. 339· - ἐπίθετ. Ἰστριᾱνός, Ἰων. -ηνός, ή, όν, ἐκ τοῦ Ἴστρου, Σκυθικός, Ἡρόδ. 4. 78, κτλ.· Ἰστριανὰ πρόσωπα, προσωπεῖα κατάστικτα, ὁμοιάζοντα πρὸς τὰ πρόσωπα τῶν Σκυθῶν δούλων, Ἡσύχ. ἐν λ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 44)· Ἰστριαναὶ ζειραί, χιτῶνες Σκυθικοὶ κεχρωματισμένοι διὰ ζωηρῶν χρωμάτων, Θεόγνωστ. ἐν Λοβ. Ἀγλαοφ. 1258· Ἰστριᾱνίδες παρ’ Ἡσυχ.
English (Slater)
Ἴστρος Danube ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας (O. 3.14) ἐς Ἴστρον ἐλαύνων (sc. Ἀπόλλων, to the Hyberboreans) (O. 8.47)