στρόβος
English (LSJ)
ὁ,
A whirling round, ποιμένος κακοῦ στρόβῳ, of a whirlwind, A.Ag.657: pl. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 955] ὁ, auch στροιβός u. στρόμβος, wie στρόφος, Wirbel, das Herumdrehen im Kreise, Aesch. Ag. 643; aber Suppl. 452, ἔχω στρόβους ζώνας τε, συλλαβὰς πέπλων, ein Stück am Gurt.
Greek (Liddell-Scott)
στρόβος: ὁ, συστροβή, δίνη, περιστροφή· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 657, αἱ λέξεις ποιμένος κακοῦ στρόβῳ ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀνεμοστρόβιλον ὅστις διεσκόρπισε τὰ πλοῖα ἀντὶ νὰ τὰ φυλάξῃ ἡνωμένα ὡς καλὸς ποιμὴν (πρβλ. στροβόω (Παθ.), στρόμβος 2)· ἀλλὰ πρβλ. Ἱκέτ. 767.