στρόμβος
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ὁ,
A a body rounded or spun round: hence,
1 top, Il. 14.413; ὥσπερ στρόμβον στρέφεσθαι = spin like a top Luc.Asin.42.
2 = στροφάλιγξ, whirlwind, A.Pr.1084 (anap.), prob. in Id.Fr.195.3.
3 trumpet shell, Arist.HA492a17, al.; sea snail, Artem.2.14; of a shell used as a trumpet, conch, Lyc.250, Theoc.9.25, Plu.2.713b.
4 snail, Arist.HA548a18, cf. 530a6, PA661a23.
5 = στρόβιλος 6 (pine cone), Nic.Th.884.
6 spindle, Lyc.585.
German (Pape)
[Seite 955] ὁ, wie στρόβος, στροιβός, στρόφος, στρόβελος, ein gedrehter, gewundener Körper; ein Kreisel, στρόμβον δ' ἃς ἔσσευε βαλών, Il. 14, 413; – Wirbelwind, στρόμβοι δὲ κόνιν εἱλίσσουσιν, Aesch. Prom. 1086; – ein gewundenes, nach oben spitzig zugehendes Schneckengehäuse, Theocr. 9, 25; στρόμβοις βουκινίζειν, S. Emp. adv. mus. 24; vgl. Plut. Symp. 7, 8, 4. – Ein Fichten- oder Tannenzapfen, = στρόβιλος, Nic. Th. 884. – Die Spindel, Lycophr. 584.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. ce qui tourne ou tournoie, particul. :
1 tourbillon;
2 toupie, sabot;
II. objets en spirale, particul. coquillage ; conque marine.
Étymologie: στρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρόμβος -ου, ὁ [~ στρεβλός?] iets dat ronddraait, draaier tol:. ὥσπερ στρόμβον στρέφεσθαι = ronddraaien als een tol Luc. 39.42. wervelwind. van een spiraalvormige schelp. Theocr. Id. 9.25.
Russian (Dvoretsky)
στρόμβος: ὁ
1 кубарь, волчок Hom., Luc.;
2 вихрь, смерч Aesch., Plut.;
3 коническая раковина Arst., Theocr., Plut., Sext.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
στρόμβος, ο
(γενικά) κάθε σχετικά βαρύ σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που στρέφεται γύρω από τον άξονά του και, κυρίως, η σβούρα
το συνεστραμμένο, σπειροειδές άνω άκρο τού οστράκου τών σαλιγκαριών, αλλ. κόγχη
(νεοελλ.) (ζωολ.) γένος θαλάσσιων γαστερόποδων μαλακίων, τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας στρομβίδες, που απαντά στα θερμά ρηχά νερά τών τροπικών θαλασσών και αφθονεί στους κοραλλιογενείς υφάλους, με γνωστότερο είδος το Strombus gigas.
ειδικό εργαλείο συστροφής σχοινιών.
(αρχ.)
1. ανεμοστρόβιλος
2. όστρακο που χρησίμευε ως σάλπιγγα
3. το σαλιγκάρι
4. ο καρπός τού πεύκου ή τού ελάτου, το κουκουνάρι
5. ηλακάτη, ρόκα
Greek Monotonic
στρόμβος: ὁ (στρέφω), περιστρεφόμενο ή περιδινούμενο σώμα· απ' όπου·
1. σβούρα, Λατ. turbo, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ανεμοστρόβιλος, σε Αισχύλ.
3. κοχλίας, σαλιγκάρι, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
στρόμβος: ὁ, (στρέφω) ὡς τὰ στρόβος, στρόβιλος. σῶμα κυκλοτερὲς ἢ σπειροειδές, ὅθεν, Ι. στρόβιλος, «σβοῦρα», Λατ. turbo, Ἰλ. Ξ. 413· ὥσπερ στρόμβον στρέφεσθαι Λουκ. Ὄν. 42. 2)= στροφάλιγξ, ἀνεμοστρόβιλος, Αἰσχύλ. Πρ. 1085. 3) σπειροειδὲς ὄστρακον κοχλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 17, 16, κτλ.· ὄστρακον χρησιμεῦον ὡς σάλπιγξ, κόγχη, Λυκόφρ. 250, Πλούτ. 2. 713Β· - ὡσαύτως, κοχλίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22, πρβλ. 4. 4, 35, Θεόκρ. 9. 25. 4)= στρόβιλος ΙΙ. 6, Νικ. Θηρ. 884. 5) ἄτρακτος, Λυκόφρ. 585.
Middle Liddell
στρόμβος, ὁ, στρέφω
a body rounded or spun round: hence,
1. a top, Lat. turbo, Il.
2. a whirlwind, Aesch.
3. a snail, Theocr.
Mantoulidis Etymological
(=σβούρα, ἀνεμοστρόβιλος). Ἀπό τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
whirlwind
Albanian: shakullinë; Arabic: زَوْبَعَة; Armenian: մրրիկ; Azerbaijani: qasırğa, burağan, burulğan; Bashkir: ҡойон; Belarusian: ві́хур, ві́хура; Breton: avel-dro; Bulgarian: вихър, вихрушка; Burmese: လေကတော့, လေပွေ, ရေကတော့; Catalan: terbolí; Chinese Dungan: щүанфыр; Mandarin: 旋風/旋风; Chukchi: янрайгын; Czech: smršť; Danish: hvirvelvind; Dutch: windhoos, wervelwind; Esperanto: ciklono; Estonian: tuulispask; Finnish: pyörremyrsky, pyörretuuli; French: cyclone; Galician: remuíño, voraxen, refolión, refolada; Georgian: გრიგალი, ქარიშხალი; German: Wirbelwind, Wirbelsturm; Greek: ανεμοστρόβιλος; Ancient Greek: ἄελλα, ἀέλλη, ἀνακαμψίπνοος ἄνεμος, ἀνεμοστρόβιλος, ἀνεμόσυρις, αὔελλα, δίνη, ἐριώλη, θύελλα, καταιγίς, λαιλαπετός, λαῖλαψ, λάλαβις, πρηστήρ, στρόβιλος, στρόβος, στρόμβος, τροχός, τυφώς, Τυφώς, χεῖμα; Greenlandic: anoraarsuaq; Hindi: बवंडर, चक्रवात; Hungarian: forgószél; Ido: aerovortico; Irish: cuaifeach; Italian: turbine; Japanese: 旋風; Kazakh: құйын; Khmer: កំបុតត្បូង; Korean: 선풍; Kyrgyz: куюн; Lao: ຫົວກຸດ, ຈັກກະວາດ; Latin: turbo; Latvian: viesulis; Lithuanian: viesulas; Macedonian: виор; Maori: tūkauati, āwhiowhio, ānewa o te rangi, urupuhau; Mongolian: хуй; Navajo: náátsʼóʼoołdísii; Norwegian Bokmål: virvelvind; Nynorsk: virvelvind, kvervelvind; Old English: þoden; Oromo: bubbee; Ottoman Turkish: بوراغان; Persian: گردباد; Punjabi: ਵਾਵਰੋਲਾ; Plautdietsch: Wirbelstorm; Polish: trąba powietrzna; Portuguese: turbilhão; Russian: вихрь, смерч; Scottish Gaelic: ioma-ghaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: ви̏хор; Roman: vȉhor; Slovak: víchrica; Slovene: vihar; Spanish: torbellino; Swedish: virvelvind; Tagalog: buhawi, ipu-ipo; Tajik: гирдбод; Tatar: коен; Telugu: సుడిగాలి; Thai: ลมวน, พายุหมุน, บ้าหมู; Turkish: burağan, kasırga; Ukrainian: вихор; Uyghur: قۇيۇن; Uzbek: uyurma, quyun; Vietnamese: gió lốc, lốc; Welsh: troellwynt, awel dro, corwynt, trowynt